- μεταμορφουμένας
- μεταμορφουμένᾱς , μεταμορφόωtransformpres part mp fem acc plμεταμορφουμένᾱς , μεταμορφόωtransformpres part mp fem gen sg (doric aeolic)μεταμορφουμένᾱς , μεταμορφόωtransformpres part mp fem acc plμεταμορφουμένᾱς , μεταμορφόωtransformpres part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.